- ξετελειώνω
- 1. φέρω εις πέρας, περατώνω, τελειώνω2. πεθαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
ξετελεύω — (στον Ερωτόκρ.) ξετελειώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + τελεύω] … Dictionary of Greek